θυελλοφορούμαι

θυελλοφορούμαι
θυελλοφοροῡμαι, -έομαι (Α)
φέρομαι από τη θύελλα, παρασύρομαι από θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. θεο-φορούμαι, πνευματο-φορούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”